κολοκυνθινος

κολοκυνθινος
    κολοκύνθινος
    3
    сделанный из тыквы
    

(πλοῖα Luc.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "κολοκυνθινος" в других словарях:

  • κολοκύνθινος — και κολοκύντινος, ίνη, ον (Α) [κολοκύνθη] 1. ο παρασκευασμένος από το φυτό κολοκύνθη 2. φρ. «ἄμπελος κολοκυνθίνη» εἰδος αμπέλου …   Dictionary of Greek

  • κολοκύνθινα — κολοκύνθινος made neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ινος — κατάλ. πολλών επιθέτων η οποία απαντά ευρέως ήδη στον Όμηρο χρησιμοποιούμενη ευρύτερα μέχρι σήμερα. Προφανώς προέκυψε αρχικά από τη σύναψη τού επιθ. νο (< IE * no ) σε θ. ονομάτων σε ι (πρβλ. ἴρ ινος < ἶρις, καννάβ ινος < κάνναβις). Τα… …   Dictionary of Greek

  • κολοκύντινος — κολοκύντινος, ίνη, ον (Α) βλ. κολοκύνθινος …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»